- παρέχουσιν
- доставляют
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
παρέχουσιν — παρέχω hand over pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παρέχω hand over pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
OPERA — diurnum officium, Paul. l. 1. deoper. Libert. vel quia per diem laborandum est, ut in l. 2. ff. de ann. leg. vel quia certô diei tempore absolvatur. Tametsi sint etiam officia nocturna, sed ICtus ad frequentiam respexit, Spiegelius apud Ioh.… … Hofmann J. Lexicon universale
θήσαι — θῆσαι (Α) (απρμφ. αορ. αμάρτυρου ενεστ. *θάω έχουν παραδοθεί μόνο οι τ. θῆσαι, θῆσθαι, θησάμενος) 1. (αμτθ.) πίνω γάλα από τη θηλή, θηλάζω, βυζαίνω (α. «θήσατο μαζόν» θήλασε [από] το στήθος β. «ἀλλ’ αἰεὶ παρέχουσιν ἐπηετανὸν γάλα θῆσθαι» τα… … Dictionary of Greek
πληρωτικός — ή, ό / πληρωτικός, ή, όν, ΝΑ και πλερωτικός, ή, ό, Ν [πληρώ] νεοελλ. αυτός που γίνεται ή εκτελείται με πληρωμή, τοῑς μετρητοίς, με την άμεση καταβολή χρημάτων αρχ. 1. αυτός που μπορεί να γεμίζει («δύναμις πληρωτική κοιλωμάτων», Πτολ.) 2. ιατρ.… … Dictionary of Greek
προσσυνοικίζω — Α 1. βάζω κάποιον ακόμη να κατοικήσει κάπου 2. (σχετικά με κόρη) δίνω σε γάμο, παντρεύω 3. παθ. προσσυνοικίζομαι μτφ. (για την ψυχή) βρίσκομαι κάπου μαζί με άλλους («χώραν ταῑς προσσυνοικιζομέναις [ψυχαῑς] παρέχουσιν», Μάρκ. Αυρ.) … Dictionary of Greek